- αμυγδαλόλαδο
- ή αμυγδαλέλαιο, το Χημ.έλαιο το οποίο λαμβάνεται από τα γλυκά αμύγδαλα. Είναι ελαιώδες υγρό, ανοιχτοκίτρινου χρώματος, λεπτόρρευστο, άοσμο, με ιδιαίτερη γεύση. Το ειδικό βάρος του είναι 0, 915 ώς 0, 920.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυγδαλόλαδο — το το λάδι από αμύγδαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυγδαλέλαιο — το Χημ. το αμυγδαλόλαδο* … Dictionary of Greek
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek